- βαρυκέφαλος
- και βαριοκέφαλος και βαροκέφαλος, -η, -ο (Α βαρυκέφαλος, -ον)αυτός που έχει βαρύ, μεγάλο κεφάλινεοελλ.1. (για δέντρο ή τη σκιά του) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο2. εκείνος που δύσκολα αντιλαμβάνεται κάτι, ο αργόστροφος3. ο ισχυρογνώμονας, ο πεισματάρης.
Dictionary of Greek. 2013.